μαντήιος

μαντήιος
μαντήϊος, -ΐη, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μαντείος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαντείος — μαντεῑος, ον, θηλ. και εία, ιων. τ. μαντήϊος, η, ον (Α) 1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός 2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη 3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» ο Απόλλων β) «μαντεία σποδός» η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”